- χαλεπήν
- χαλεπόςdifficultfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANANCAEUM — Graece ἀναγκαῖον, locus carceris, τὸ δεσμωτήριον, in quo rei vincti detinentur. Α᾿νάγκη enim Graecis, quidquid animum luae spontis esse non patitur. Unde affectus omnes ἀνάγκαι et ananc sum poculum apud Plaut. et ἀναγκοφιξγίαι Pugilum, qui hanc… … Hofmann J. Lexicon universale
CORYBANTIASMUS — Graece Κορυβαντιασμὸς, morbi genus, quam πηκτὸν ἀνάγκην vocat Orpheus, in Thymiamate Corybantum, Κλῦθι μάκαρ Φωνῶν, χαλεπὴν δ᾿ ἀποπέμπεο μῆνιν, Παύων Φαντασίας ψυχρᾶς εν πηκτοῦ ἀνάγκης. In eo morbo phantasmata et imagines oculis obversantur, et… … Hofmann J. Lexicon universale
PALAEMON — I. PALAEMON Grammaticus Vicentinus, qui Romae vixit, sub Tiberio et Claudio Imepratorib. tantâ vir arrogantiâ, ut M. Varronem porcum appellaret; secum autem et natas et morituras literas iactaret. Luxuriae quoque ita indulsit, ut saepius in die… … Hofmann J. Lexicon universale
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
μετάπεμψη — η (ΑΜ μετάπεμψις) [μεταπέμπω] το να στέλνει κανείς απεσταλμένο και να προσκαλεί κάποιον, πρόσκληση («οὕτως ἄπωθεν ἄντες ὥστε χαλεπήν εἶναι τὴν ἐκεῑθεν μετάπεμψιν», Στράβ.) νεοελλ. μσν. φρ. «κατά μετάπεμψιν» εκκλ. (για επίσκοπο) με ανάκληση από… … Dictionary of Greek
πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek